γαργαλίδα

γαργαλίδα
η και γαργαλίδι, το
1. οποιοδήποτε εξόγκωμα τού σώματος
2. η αμυγδαλή τού λαιμού
3. η σκανδάλη τού όπλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαργαλίδα < γαργαλήθρα ή < γαργαλιώνας, άλλος τ. τού γαργαριώνας < αρχ. γαργαρεών*
γαργαλίδι < γαργάλι ή < γαργαλίδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”